Ο ΤΤΟΟΥΛΙΑΣ ΤΖΙ’ Η ΕΛΕΓΚΟΥ
τζιαι βάρτε φτίν ν’ ακούσετε, γονιοί παιδκιά τζι’ αγκόνια.
Ο ΤΤοουλιάς ο άρκοντας, σ’ έναν χωρκόν εζιούσεν,
τζιαι την τιμήν τζιαι προκοπήν, ψηλά πάντα κρατούσεν.
Την Ελεγκούν παντρεύτηκεν, με του Θεού την χάρην,
τζιαι κάμασιν την Δέσποιναν, τζι’ είχαν την για καμάριν.
Η Δέσποινα εμιάληνεν, τζι’ έρεξεν τα δεκάξι,
μα για γαμπρόν του έθελεν, που την δικήν του τάξην.
Η Ελεγκού με χωρκανόν, ήταν να την χαρτώσει,
τζι’ ο ΤΤοουλιάς εγύρευκεν, άρκονταν να της δώσει.
Έν έβαλλεν ο ΤΤοουλιάς, της Ελεγκούς κουλάκκιν,
τζι’ ελάλεν έν θέλει γαμπρόν, τον κάθε αχαμάκκην.
Ήταν μια Σαβατόνυχτα, μέσα στον μήναν Μάρτην,
τζι’ η Ελεγκού την άφικεν, να πάει σ’ έναν ππάρτιν.
Έν η αλήθκεια εν ήταν, στα ππάρτιν μαθημένη,
τζιαι στην τζιοιλιάν μ’ έναν μωρόν, βρέθην η καημένη.
Της Δέσποινας μιαλήνισκεν, καπάλιν η τζοιηλιά της,
τζι’ η Ελεγκού η Μάνα της, ετράβαν τα μαλλιά της.
Εν πράμαν πον εγίνετουν, εις το κρυφόν να μήνη,
τζι’ επήεν εις στον ΤΤοουλιάν, τζι’ είπεν του ήντα γίνει.
Του ΤΤοουλιά τουν το κακόν, τα σσωτικά του τρώει,
θ’ άταν μεγάλη προσβολή, για το δικόν του σόι.
Στο τέλος αποφάσισεν, δκιόγνει την Δέσποιναν του,
μάγκου μου νάϊν ισκευτή, τον μέλλον άγκοναν του
Η Ελεγκού λυπήθηκεν, την κόρην της που φεύκει,
τζι’ εγιώ θα φύω είπεν του, τζιαι λόγια του αρκεύκει.
Με τούν τες περηφάνιες σου, πίκρες θα δοτζιημάσεις,
παρόλες σου τες αρκογκές, που φεύκω θα πεινάσεις.
Εφύαν που το σπίτιν τους, π’ όναν ποξιάν στον νόμον,
τζιαι η καρκιά τους ξύσιειλη, που πίκραν τζιαι που πόνον.
Στην χώραν άμα φτάσασιν, με το λεωφορείον,
ήβραν δουλειάν μονομερής, μές το παντοπουλείον.
ήταν τζι’ δκιό μονόβουλες, καπάλιν εδουλεύκαν,
τζιαι τα λευτά που πιάννασιν, με μέτρον τα ξοδεύκαν.
Η Δέσποινα εγένισεν, με μιάλην ευκολίαν,
τζι’ έκαμεν τον Χριστόδουλον, με την καλήν υγείαν.
Τα γρόνια επεράσασιν, τον γιόν τους εσπουδάσαν,
τζι’ εγείνην επιστήμονας, τζι’ ύστερα ησυχάσαν.
Του ΤΤοουλιά τα γρόνια του, πολλείναν τζιαι γερνούσεν,
με φαημένα γόνατα, όσσον τζιαι παρπατούσεν.
Τζι’ έμπηκεν με σε κλεινικήν, πριχού να παραλύσει,
για να του βάλουν γόνατα, να ξαναπαρπατήσει.
Τριάντα γρόνια μαειρκάν, ο ΤΤοουλιάς στερήτουν,
τζι’ ήβρεν φαγιά τζι’αρέσαν του, στην κλινικήν που ήτουν.
Αφού πολλά τ’ αρέσασιν, π’ άρκεψεν να πατίσει,
επήεν στην μαήρεναν, για να την ιγνωρήσει.
Τζι’ έμπειν της πόρτας τζι’ αρωτά, πιά εν που μαειρεύκει
τζι’ εδείξαν του την Ελεγκούν, στ’ αμμάθκια τον πιστεύκει.
Της Ελεγκούς τζιειν την στιγμήν, το γέμαν της παγώννει,
τζι’ είπεν της λόγια βαρετά, πικρά τζιαι την πληγώννει.
Εν τ’ όρπιζα ρα Ελεγκού, δαμέ να καταντήσεις,
στα μαειρκά του κάχα νου, δουλεύκεις για να ζήσεις.
Του ΤΤοουλιά αννοίχτηκεν, παλιά πληγή μεγάλη,
με τον γιατρόν, συμφώνησεν, πρωίν να τον ιφκάλει.
τζιαι να το πιάσεις το πρωίν, να πάς εις το χωρκόν σου.
Πρωίν πρωίν εξύπνησεν, τα πράματα του σάζει,
τζι’ επήραν του το μπούκκομαν τζι’ ούτε το δωτζιημάζει.
Ποσιαιρετά τζιαι τον γιατρόν, αφού τον εξετάζει,
τζι’ άμαν τζι’ επήεν έσσω του, τον φάκελλον θκιαβάζει.
Άκουσα πως σ’ αρέσασιν, παππού μου τα φαγιά μου,
τζιαι μάθε πως η Ελεγκού, εμέναν εν γιαγιά μου.
Ο άγκονας του ΤΤοουλιά, ήταν τζιαι ο γιατρός του,
μαν είσιεν μούτρα να το δει, τζι’ εν μιάλος ο καμός του.
Έχω να πω μιαν συμβουλήν, κάθε γονιού να ξέρει,
την ευτυχίαν έσσο του, τ’ αγκόνιν θα την φέρει.
Το πάθημαν του ΤΤοουλιά, μάθημαν να μας γίνει,
τζιαι στον μυαλόν κάθε γονιού, αξίαστον να μείνει.