Σχετικά με το blog.

Το περιεχόμενο του ιστολογίου αυτού είναι δημιούργημα του ελληνικού κυπριακού λαού δια μέσου των αιώνων και παρουσιάζει με εκφραστικών τρόπον τον ατελείωτων κόσμο της ελληνικής ψυχής σε στιγμές χαράς ή πόνου, ευσέβειας ή θανάτου, στιγμές ζωής ή νοσταλγίας.

Στο παρόν ιστολόγιο θα βρείτε ήθη και έθιμα της Κύπρου, θα μπορείτε να μελετήσετε την κυπριακή γλώσσα και το περιεχόμενον της όπως κληροδοτήθηκε σε μας από τους προγόνους μας, μέσα από πληθώρα λαϊκών ποιημάτων, τσιατιστών, μοιρολόγια, λογοπαίγνια,τοπωνύμια και παραδόσεις, παροιμίες,αινίγματα και τόσα άλλα τα οποία θα σας μαγέψουν και θα σας ταξιδέψουν πίσω στα χρόνια των βασιλιάδων, των ακρίτων, των δράκων και των θαυμάτων.

Θυμηθείτε λοιπών την χαμένη μας κληρονομιά και προσπαθήστε και εσείς με την σειρά σας να μεταδώσετε στις επόμενες γενιές τον μεγαλύτερο θησαυρό απ' όλους .......ΤΗΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ!!!

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013


Ο ΤΤΟΟΥΛΙΑΣ ΤΖΙ’ Η ΕΛΕΓΚΟΥ


Μιαν ιστορίαν να σας πω, που γίνειν έσιει γρόνια,
τζιαι βάρτε φτίν ν’ ακούσετε, γονιοί παιδκιά τζι’ αγκόνια. 

Ο ΤΤοουλιάς ο άρκοντας, σ’ έναν χωρκόν εζιούσεν,
τζιαι την τιμήν τζιαι προκοπήν, ψηλά πάντα κρατούσεν.

Την Ελεγκούν παντρεύτηκεν, με του Θεού την χάρην,
τζιαι κάμασιν την Δέσποιναν, τζι’ είχαν την για καμάριν.

Η Δέσποινα εμιάληνεν, τζι’ έρεξεν τα δεκάξι,
μα για γαμπρόν του έθελεν, που την δικήν του τάξην. 

Η Ελεγκού με χωρκανόν, ήταν να την χαρτώσει,
τζι’ ο ΤΤοουλιάς εγύρευκεν, άρκονταν να της δώσει.

Έν έβαλλεν ο ΤΤοουλιάς, της Ελεγκούς κουλάκκιν,
τζι’ ελάλεν έν θέλει γαμπρόν, τον κάθε αχαμάκκην.

Ήταν μια Σαβατόνυχτα, μέσα στον μήναν Μάρτην,
τζι’ η Ελεγκού την άφικεν, να πάει σ’ έναν ππάρτιν. 

Έν η αλήθκεια εν ήταν, στα ππάρτιν μαθημένη,
τζιαι στην τζιοιλιάν μ’ έναν μωρόν, βρέθην η καημένη. 

Της Δέσποινας μιαλήνισκεν, καπάλιν η τζοιηλιά της,
τζι’ η Ελεγκού η Μάνα της, ετράβαν τα μαλλιά της.

Εν πράμαν πον εγίνετουν, εις το κρυφόν να μήνη, 
τζι’ επήεν εις στον ΤΤοουλιάν, τζι’ είπεν του ήντα γίνει. 

Του ΤΤοουλιά τουν το κακόν, τα σσωτικά του τρώει, 
θ’ άταν μεγάλη προσβολή, για το δικόν του σόι.

Στο τέλος αποφάσισεν, δκιόγνει την Δέσποιναν του,
μάγκου μου νάϊν ισκευτή, τον μέλλον άγκοναν του

Η Ελεγκού λυπήθηκεν, την κόρην της που φεύκει,
τζι’ εγιώ θα φύω είπεν του, τζιαι λόγια του αρκεύκει. 

Με τούν τες περηφάνιες σου, πίκρες θα δοτζιημάσεις, 
παρόλες σου τες αρκογκές, που φεύκω θα πεινάσεις. 

Εφύαν που το σπίτιν τους, π’ όναν ποξιάν στον νόμον,
τζιαι η καρκιά τους ξύσιειλη, που πίκραν τζιαι που πόνον.

Στην χώραν άμα φτάσασιν, με το λεωφορείον,
ήβραν δουλειάν μονομερής, μές το παντοπουλείον.

ήταν τζι’ δκιό μονόβουλες, καπάλιν εδουλεύκαν, 
τζιαι τα λευτά που πιάννασιν, με μέτρον τα ξοδεύκαν.

Η Δέσποινα εγένισεν, με μιάλην ευκολίαν,
τζι’ έκαμεν τον Χριστόδουλον, με την καλήν υγείαν.

Τα γρόνια επεράσασιν, τον γιόν τους εσπουδάσαν, 
τζι’ εγείνην επιστήμονας, τζι’ ύστερα ησυχάσαν. 

Του ΤΤοουλιά τα γρόνια του, πολλείναν τζιαι γερνούσεν,
με φαημένα γόνατα, όσσον τζιαι παρπατούσεν. 

Τζι’ έμπηκεν με σε κλεινικήν, πριχού να παραλύσει,
για να του βάλουν γόνατα, να ξαναπαρπατήσει.

Τριάντα γρόνια μαειρκάν, ο ΤΤοουλιάς στερήτουν,
τζι’ ήβρεν φαγιά τζι’αρέσαν του, στην κλινικήν που ήτουν. 

Αφού πολλά τ’ αρέσασιν, π’ άρκεψεν να πατίσει,
επήεν στην μαήρεναν, για να την ιγνωρήσει. 

Τζι’ έμπειν της πόρτας τζι’ αρωτά, πιά εν που μαειρεύκει
τζι’ εδείξαν του την Ελεγκούν, στ’ αμμάθκια τον πιστεύκει. 

Της Ελεγκούς τζιειν την στιγμήν, το γέμαν της παγώννει,
τζι’ είπεν της λόγια βαρετά, πικρά τζιαι την πληγώννει.

Εν τ’ όρπιζα ρα Ελεγκού, δαμέ να καταντήσεις,
στα μαειρκά του κάχα νου, δουλεύκεις για να ζήσεις.

Του ΤΤοουλιά αννοίχτηκεν, παλιά πληγή μεγάλη, 
με τον γιατρόν, συμφώνησεν, πρωίν να τον ιφκάλει.


Θα ετοιμάσω ΤΤοουλιά, πόψε τον φάκελλόν σου,
τζιαι να το πιάσεις το πρωίν, να πάς εις το χωρκόν σου.

Πρωίν πρωίν εξύπνησεν, τα πράματα του σάζει, 
τζι’ επήραν του το μπούκκομαν τζι’ ούτε το δωτζιημάζει.

Ποσιαιρετά τζιαι τον γιατρόν, αφού τον εξετάζει,
τζι’ άμαν τζι’ επήεν έσσω του, τον φάκελλον θκιαβάζει.

Άκουσα πως σ’ αρέσασιν, παππού μου τα φαγιά μου,
τζιαι μάθε πως η Ελεγκού, εμέναν εν γιαγιά μου.

Ο άγκονας του ΤΤοουλιά, ήταν τζιαι ο γιατρός του,
μαν είσιεν μούτρα να το δει, τζι’ εν μιάλος ο καμός του. 

Έχω να πω μιαν συμβουλήν, κάθε γονιού να ξέρει,
την ευτυχίαν έσσο του, τ’ αγκόνιν θα την φέρει.

Το πάθημαν του ΤΤοουλιά, μάθημαν να μας γίνει,
τζιαι στον μυαλόν κάθε γονιού, αξίαστον να μείνει. 


Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

ΜΙΛΛΟΜΕΝΑ


Έσ' έναν πράμαν πάνω της, 
που την μισήν τζιε κάτω, 
π' ακκάννει το κριάς ωμόν, 
τζιε πάλε ξαπολά το. 
Πο ούλλα ποσιει πάνω της, 
έναν εν το καλόν της
εν τζείνον που κρατεί σφιχτά,
μες στο μεσάσσιελόν της
Πο ούλα ποσιει πάνω της,
θκίο πράματα μ'αρέσαν
το κότσσινον βρακούιν της
τζιαι τζίνον που σχεί μέσα.
Που κάτω που τ' αρφάλιν της
έσχει εναν παρεκλίσιν
να βάλω τζιαι τον καλό'ι'ρο
να πά να λειτουρκίσει.
Που κάτω που τ' αρφάλιν της
έσιει τζιε μιάν τομάταν,
να βάλω το αγγούρι μου
να κάμουμεν σαλάταν.

Διαλογος τσιαττιστων

Τραούδα συντροφάκι μου τα δκυο να τραουδουμεν,
να φτασουμεν τα εκατο για τζεινες π`αγαπουμεν.
Τρια τζιαι τεσσερα εφτα, εφτα τζιαι τρια δεκα,
καλλι`ωρα του π`αγαπησε Παφιτισσα γεναικα.
Ελεισαν οι ποϊνες μου τζι` εμειναν τα καλαμια,
τζιαι μεναν η αγαπη μου εν που την Λακαταμια.
Αγαπες εκαμα πολλες, εχω τζιαι μια στην Κριτου,
εχω τζια μια στο Νιο Χωρκον τζια τρεις στην Αντρολυκου,
μα `χω τζιαι μια Προδρομιτου που μ`αγαπα περιτου.
Της Λακαταμιας το καμπαναρκον το μεσομεριν σιαζει,
κατισιη του πουτ τη φιλα τζιαι που τη ξεκουμπιαζει.
Ποτε `ννα παμε μανα μου τζιει στα βουνα τ`Ακαμα,
να σκοτεινιασουν τα βουνα να ππεσουμεν ανταμα.
Εγιω `ρεσα που το στενο της τζιαι εψεινε πουρκουρι,
τζι` ειπα της δως μου νακκουριν τζι` ειπε μου εσιει αγγουριν.
Ενυχτωσε τζια σημερα παει τζιαι τουτη μερα,
τζιαι εν ειδα την αγαπη μου που θωρουν καθε μερα.

"Εγκώμιο στην κυπριακή μούττη"


Α ρε μουττά παλλίκαρε, μεγάλε κανακάρι, ούτε το Τρόοδος εν έσιει κορφές με έτσι χάρη
Πουλιά πάνω της κάθουνται, μπορεί τζιαι σιελιόνια, άλλοι λαλούν πως είδασειν, να κάθουνται τριόνια
Φήμες τζιαι θρύλους άκουσα, τζιαι άλλους τόσους είπα, για την μιάλη μούττη σου μόλις την πρωτοείδα
ΜΟΥΤΤΗ ΣΓΑΥΤΗ, ΠΕΡΙΦΑΝΗ, ΑΔΡΗ ΤΖΙΑΙ ΑΕΤΙΣΙΑ, Μ' ΑΝΤΑ ΠΕΛΛΑΡΕΣ ΜΑΣ ΛΑΛΕΙΣ ΠΩΣ ΘΑ' ΘΕΛΕΣ ΝΑΝ ΙΣΙΑ

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ


Φίλοι μου ξένοι τζιαι γνωστοί
κοντά μου σιναχτίται
τον φόνο του Κυπριανού
να τον ακροαστίται
Κατα τες πρώτες πρωτορτζιαίς 
που ανοίουσιν τα κρούσια
κατι τουρτζιά εφκίκασιν
που μέσα στην Μελούσσιαν
Που δεν φοβούνται Τον Θεόν 
το κρύον του ανέμου
για να σκωτόσουν τον Τζιπρήν
απου την Αθηένουν
Πέτραν τεσσερακάντουνιν
φκάλουν που το κρεβάτι
στον καβενέν εκάτσασιν
τέσσερις ανωμάτοι
Στο σχοίλια ενιακόσια
 τον ίδιον τον γρόνον
επίασιν τζιαί κάτσασιν
 τέσσερις είς τον δρόμον
Που του προβάτου το βυζίν
φκάλει ο βοσκός το γάλαν
τζιαί καρτερούσιν τον Τζιπρίν
να φκεί που μες την Σκάλαν
Εγέλετουν τα μάτιν του
τζιεντά τον το πλευρόν του
κλέφτες εξιφισίσασιν
το γέμαν το δικόν του
Πία τζιαι καβαλίτζεπσεν
την μόυλαν την δίκην του
η μια του μούλα εν μαυρού
τζιη βλάμποι ομορφκιά της
τζιαι μιτσιρκάν της έδωκεν 
τζιαι τσούλοσεν τα αφκιά της
Ήντα σχείς μούλα μου ντα σχείς 
μεν τζιαι ένωσες κανέναν
κλέφτες εξιφισίσασιν
για το δίκον μας γέμαν
Επ'ιραν τον τ'αμμάτιν τους 
τζιαι είδεν τους ως τον έναν
τζιαι μιστιρκάν τις έδωσεν 
τζιαι πάει τζι κόντα τους
ανοίει τα σχιλούθκια του
τζιαι γλύκοσχαιρετα τους
Τζιαι καλησπέρα ρε τουρτζιά 
είν τα καλα μαντάτα
κατι σκοπόν εν να σχετέ
που κάτσετε στην στράταν
Λάμνε ολαν Κυπριανέ
τζιαι 'σέναν καρτερουμεν
αν έσχει το ισάτσιν σου 
μέσα καπνόν να πκιούμεν
Τρείς γειτονιές ο Λάρνακας
τζι τρείς με τους Κουσχιούλους
έχω καπνόν μωρέ τουρτζιά
να σας ποτήσω ούλους
Λάμνε μωρέ Κυπριανέ 
τζι είσε που τους καλούς μας
κλώσε τσιάρον δώσε μας
τζιαι γύρισεν ο νους μας
Εις τον ακάμοτον Μερράν 
μερόνουν τες φοράδες
εν εν καπνόν που θέλετε
μόνον εν οι παράδες
Ενιάστις το Τζιπριανέ
πως εν τουτι αιτία
τζιαι φκάλ τες λίρες δώς μας τες
γλίωρα με την βίαν
Τζιαι τάνισεν στην πούγκαν του
να φκάλει το πουτζίν του
τζαι νιάστιν το πουμέσα του
τζιαι ράειν το βλαντζίν του
Εσείς αν με σκωτόσετε
το κρύμαν στον λαιμόν σας
το γέμαν μου να σχιωνοστεί
να πέσει ταπισών σας
τζιαι τα σιμάθκια
να βρεθούν στις πόρτες
των σπιθκιών σας
Εμείς αν τον αφίκουμεν 
εν να μας αγκαλέσει
τζιαι να μας βάλει φυλακή
τζιαι να μας περιπέζει
Εδώκαν του μαιν μασχαιρκάν
που πανοθκιών ως κάτω
τζια τραίσχεν πκιών το γέμαν του
σαν τραίσχει των προβάτων
Τζι' ούλα τους τα μιριστικά
φκένουν που τα λεβάθκια
το στήθος τες σαούνες του
 εκάμαν τες κομμάθκια
Τρεις λουτουρκές εκάμασιν
Σάββατον Του Λαζάρου
τζιαι εδώσαν την ψυχούλαν του
ετσ' άδικα του Χάρου.



Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Φωνή Ποιητάρικη - Η λυερή τζ΄ ο χαρος

Που δύσην ως ανατολήν τζ’ απού βορράν ως νότον
τζ’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.
Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω 
τζ’ ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω. 
Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν
τζ’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ’ έκαμνεν τα σερβόλιν.
Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει: 
Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη.
Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην
που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν. 
Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει
στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζαι πρίχου να νυκτώσει. 
Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω 
την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω. 
Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω 
τζαι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.
Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω
η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω. 
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της
τζ’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της: 
Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει 
βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.
Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη
τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση. 
Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει 
λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη, 
στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεββάτιν να τζοιμάται, 
η λυερή που σούφερα τζ’ εμέναν ν’ αττυμάται.
Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις 
μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις. 
Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι, 
να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.

Η μουζουρού - (η παπαθκιά)


Έλα να πάμεν μουζουρού. Τζει!
Τζει στα βουνά τ’ Ακάμα
που δύνν’ ο ήλιος γλήορα, μάνα μου!
Να ππέσουμεν αντάμα.

Τζ’ α! Παπαθκιά Χι! 
Τζ’ α! Παπαθκιά Χου!
Τζ’ α! Παπαθκιά του Χι! Χι! Χι!
Του Χου! Χου! Χου! 
Του Χα! Χα! Χα!
Τζ’ α! Μάνα μου.

Π’ αγγρίστην αναστέναξα. Τζει!
Είσεν καρτζίν μου ράστιν
εφτά χωρκά κατά σειράν
τζ’ έπιασεν τα η βράστη!

Αγιά Χρυσορογιάτισσα. Τζει!
Που ’σαι καρτζίν της Φύτης
να γλέπεις την μουζούραν μου
που ππέφτει μανισή της.

Νάτουν που να ’χα σήμερα. Τζεί!
Μάλι μου την Αθήναν
έδκιουν της την για να μου θκιά
έναν φιλίν τον μήναν.

Η λυερή τζαι το περτίτζιν

Η λυερή τζαι το περτίτζιν

Περτίτζιν εκακκούριζεν μέσα στο μερσινάτζιν
τζ’ η λυερή τ’ αζούλεψεν που το παραθυράτζιν.

Πουλλίν νάχα τα κάλλη σου! Νάχα τες ομορκιές σου!
Νάχα τζαι τες φωνάες σου! Τζαι τες παρπατησιές σου!

Τ’ αέριν που εφύσησεν επήρεν την φωνήν της
τζαι το περτίτζιν άκουσεν τζαι λέει τζαι λαλεί της.

Α! Λυερή π’ αζούλεψες που το παραθυράτζιν
εσού τρώεις γλυτζίν ψουμίν μα ’γιώ πίννω φαρμάτζιν.

Εσέναν νιος σε καρτερά να σε σφιχταγκαλιάσει
μα ’γιώ γροικώ τον τζυνηόν πον να με σημαθκιάσει.