Η ΓΡΥΣΤΑΛΛΟΥ
τζι' ο χαρος άντας τάκουσεν πολλάτου βαρυφάνην.
Ετσά είς τα μεσάνυχτα πιάωωει την το τζιεφάλιν.
-Μανούλλα μου , μανούλλα μου πονώ την τζιεφαλίν μου.
-Τζιαί μή κακόν σου κόρη μου να τζιεφαλοπονήσης,
την τζιεφαλίν σου την γρουσήν μαντήλην να την δήσης
τζι' αλλον που σένα εν έχω τζιαί θέλω σε να ζήσης.
-Τα ρο'υχα που μου έκαμες μάνα να με προιτζίσης
άψε λαμπρόν τζιαι κρούετα γλήορα,μεν αρκήσης.
τζι' αν έρτει ο χαρτωμένος μου μεν τον βαρυκαρτίσης.
-Τζι' αν έρτει ο χαρτωμένος σου ξέρω τζιαί περιπέζω.
-Τζι' ώρα καλή σου πεθέρα, την Γρουσταλλένην πούντην;
-Ελείφτηκα λλίον νερόν τζιαί επήεν να μου φέρει.
-Τον νεροφορον ξέρω τον πααίνω τζιαί ρωτώ τον.
Δια βιτσιάν του μαυρου του,πάει στον νεροφόρον.
-Τζι' ώρα καλη σου νεοφό, την Γρουσταλλούν μου πουν την;
-Σήμερα έσιει οχτώ μέρες τζι' άλλες οχτώ δεκάξη
που εν είδα την Γρουσταλλούν πούποτες να δκιαλλάξη
τζι' η Γρουσταλλού σου μάνα μου εν είς την πεθθεράν σου.
Δια βιτσιάν του μαυρου του,πάει στην πεθεράν του.
-Τζι' ώρα καλή σου πεθέρα, την Γρουσταλλένην πούντην;
-Θωρείς το τζείνον το βουνόν, τζείνον το μαυροβούνιν;
ζιεί μεσα εν η Γρουσταλού τζιαί φκάλουν της τζιούριν.
Φτενιστηρκάν του μαυρου του του τζιαί πα στο μαυροβούνιν.
Κάμνετε τζιει,Χριστιανοί, κάμνετε δα, παπάδες
να δώ την Γρουσταλένην μου , να δω την Γρουσταλούν μου.
Εκάμαν τζίει οι χριστιανοί, εκάμαν δα παπάδες,
τζιεί αυτος την σφιχταγκάλιασεν τζιαί πέθανεν τζιαί τζίεινος
τζιαί θάπσαν τους τζιαί τους δκ΄θο μεσα σε εναν ταφον
τζιαί βλάστησεν η νέα λεμονιά τζι' ο νέος τζυπαρίσσιν.
Έσσιφκεν ο τζυπάρισσος τζιαί λεμονιάν εφίλαν,
έσσιφκεν τζιαί η λεμονία τζυπάρισσον εφίλαν.
Τζιαί μιαν αγίαν Τζιερκατζήν τζιαί μιαν άγιαν ημέραν
ερέσσαν οι αρκόντισσες στην εκκλησιάν να πάσιν
τζιαί εδοξάζαν τον θεόν πως θα τακαταφέρη.
Τζιαί πολοήθην λεμονιά τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
-Περάστε τζυρές αρκόντισσες, λάμνετε στην δουλειά σας
τζι'ένας τζιαιρός επέρασεν που μουν τζιαί εγιώ θκιάν την αφεγκιάν σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου