Σαράντα μέρες νηστικός για λλόου σου βα μείνω
τα σχίειλη σου να τα φιλώ περίτου εν θα παστήνω.
Σαράντα μέρες νηστικός τζιαί διψασμένος κάμνω
τζιαί τζιείνην άμαν εν την δω, μιαν ώραν εν βαστάγνω.
Εψές με τα οράματα επέρασα την νύχτα
πως ήρτεν μια τζιιαί λάλεν μου, -Ξύπνα χαρώ σε τζ' ήρτα.
Άρρωστος ήμουν βαρετά έτοιμους του θανάτου
τζ' άμα ήρτεν τζιείνη που έθελα έγιανα τζιαί παρπάτουν.
Να πά να πείς της μάνας σου να κάμει αλλην κόρη
τζιαί τούτην που 'καμεν τωρά εν να την πάρω 'γιόνι.
Τ' αγγελικόν της το κορμί αυτος να το λυίση
άγρωπος νάσιει εφτά καρκιές εν να του τες ρα'ι'σει.
Τ' αγγελικόν της το κορμί τζιαί την χυτή της κόξα
τζι παχουλές οι βούτσιες της τα γρόνια μου εν που κόψαν.
Σαν το μανάλλιν το χυτόν έτσι εν το κορμίν της
ασπρόμελον τα σχίειλι της τζιαί μασχιαιρκάν το δείν της.
Ω τζυπαρίσιν μου γλωρό μερσίνι μηλεμένο
που ούλλες που σχιεί το χωρκό έχω σε δκιαλεμένο.
Όσην αγάπην σ' αγαπώ η γή χώμαν δεν εσχιεί
ούτε η θάλασσα νερόν μα ποταμός που τρέσχιει.
Ήθελα να 'χω δκυό καρκές τζι μιά να στάζει γαίμα
η άλλη αθάνατον νερό να σε ποτίζω εσένα.
Εφίλουν την τζιαί φίλαν με τζι μάνα της καρτζί μου
λαλέι μου -Ξαναφίλα την που να σχιείς την ευτζίν μου.
Η μάνα της με τίμαζεν να με βρει μες το γέμα
γιατί έκαμα την κόρην της τζιαί εθ θέλει άλλον που μένα.
Η μάνα της με τίμαζε να μεν εφκάλω πάσχα
μα έφτασα τζιαί σήκωσες τζιαί γίνηκα τζιαί μάσκα.
Η μάνα της με τίμαζε τζι κόρη εβλαστήμαν
μεν τον τιμάζεις μάνα μου τζι εν ορφανός τζι εν κρίμα.
Να πας να πεις της μάνας σου να μεν πολλοφωνάζει
λλίος τζερός της έμεινε γαμπρέ να μου φωνάζει.
Αγάπησα τες τζε τες δυο την μάνα τζε την κόρη
η μάνα εν πομυλορκά τζι η κόρη πομυλόρη.
Αγάπησα τες τζε τες δυο την μάνα τζε την κόρη
την μάνα με το θέλημα την κόρη με το ζόρι.
Π'αγγρίστην είχα πάνω μου πέντε καμίνια τζι' άφταν
τζι' ως τζιαι φαρμάτζια της κουφίς επίνα τζιαιν με βλάφταν.
Πεζούνι μου αρκοπέζουνο πο' ναν κρεμόν ως άλλον
εσου εισε το τέριν μου τζιαι μεν γυρέφκεις αλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου