Πόσσιει πνασίδιν τζ' όρεξην ας έρτει να γροιτζήσει
να τρέξουν δκιάν τους ποταμούς απούν έχουσιν στήσην
δκιάν τον καμένον τον Πηδκιάν αντάς να ξεσιειλήσει.
Είσιεν εναν Γιαχούτην μέσα στην αύλην του
τζιαί εδούλευκεν του βασιληά τζ' έτρωεν το ψουμίν του.
Τζιαί μιαν ημέραν είπεν του:
Α βασιληά μου αφέντη μου τζ' α φοβερή μου κρίσι
απούσε στην Κωσταντιωούπολην κλειδίν τζιαί ρωμανίσιν.
Του Κουτή πων στην Βενεδκιάν κάμε να του μην΄θσεις
την Τζύπρον την εξακουστήν διτζην σου να ποιήσεις
τζι' αν δεν την δκιά με το καλόν εσσού να πολεμήσεις.
ΕΊσχε εναν Τσαοθσιαν μες την αυλην αυλην του
χαμέ ήτουν τζιαί κάθετουν, σηκώστην τζιαί λαλεί του:
Α βασιληά μου αφέντη μου τζ' α φοβερή μου κρίσι
απούσε στην Κωσταντιωούπολην κλειδίν τζιαί ρωμανίσιν.
Του Κουτή πων στην Βενεδκιάν κάμε να του μην΄θσεις
την Τζύπρον την εξακουστήν διτζην σου να ποιήσεις
τζι' αν δεν την δκιά με το καλόν εσσού να πολεμήσεις.
Εκάτσασιν τζ' εγράπσασιν τζ' δκυό τους έναν γράμμαν
ανταν βουττήσει ο ήλιος γενιέται το φεγγάριν
έπεπσεν τον τσιαουσιάν να πάει να το πάρει.
Καθώς εκόντεψεν κοντα στάθην τζιαί συλλοάτουν πως να τον σχιαιρετήσει
ας τον σχιαιρετήσω εσκέφτην σαν πρέπει σαν αξίζει.
-Γειά σου Ρήγα της φρανζιάς τζιαί γειά στην αφενκιά σου
μουσκους τζιαί ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου.
Οβασιληάς σου μήνυσεν την Τζύπρον να χαρίσεις
αμμέν την δκιάς με το καλόν τζείνος να πολεμήσει.
-Η Τζύπρος εν εζακουστή τζιαί φκάλει παληκάρκα
φκαλλεί στραδκιώτες μ' άλοα σταδκιώτες μεκοντάρκα.
Κοπέλια δώδεκα γρονών βαστούσιν σπαχίν τζιαί στ' άρκα
μήτε στες σέλλες φαίνουνται μήτε στα χαλινάρκα.
Βάλλει τζείνος γιαννίτσαρους βάλλω τζ' εγιώ γεναίτζιες.
Οι σχιράτες τζ' άτροφες βάλλω τζ' αγκαρωμένες.
Αντάν βουττήση ο ήλιος , γεννιέται το φεγγάιν
εστράφικε ο τσιαουσσιάς να πάρει το χαπάριν.
Απού μακρα εσιάστην τον τζ' απου κοντά ρωτά τον.
-Καλώς ήρτεν ο τσιαουσιάς με το καλόν μαντάτον.
-Κακώς ήρτεν ο τσιαουσιάς με το κακών μαντάτον.
Είπεν: Η Τζύπρος εν εζακουστή τζιαί φκάλει παληκάρκα
φκαλλεί στραδκιώτες μ' άλοα σταδκιώτες μεκοντάρκα.
Κοπέλια δώδεκα γρονών βαστούσιν σπαχίν τζιαί στ' άρκα
μήτε στες σέλλες φαίνουνται μήτε στα χαλινάρκα.
Βάλλει τζείνος γιαννίτσαρους βάλλω τζ' εγιώ γεναίτζιες.
Οι σχιράτες τζ' άτροφες βάλλω τζ' αγκαρωμένες.
Ένας τσιουσιάς που βρέχιτζιεν τζιμέσα στην αυλήν του
χαμέ ήτουν τζιαί κάθετουν, σηκώστην τζιαί λαλεί του:
Α βασιληά μου αφέντη μου τζ' α φοβερή μου κρίσι
απούσε στην Κωσταντιωούπολην κλειδίν τζιαί ρωμανίσιν.
Του Κουτή πων στην Βενεδκιάν κάμε να του μην΄θσεις
την Τζύπρον την εξακουστήν διτζην σου να ποιήσεις
τζι' αν δεν την δκιά με το καλόν εσσού να πολεμήσεις
την χάλασσαν που τάρμενα κάμε να την ιντύσεις
τον ουρανόν που τα σπαθκιά καμε να τον πλουμίσεις.
Εκάτσασιν τζιαί κάμασιν τζείνες τες δκυό βτομάες
καράφκια αρματώσασιν μ' ογδονταδκυό σχιλιάες.
Ανταν είπεν ο βασιληάς καράβιν να αρμενίσει
δκιάν νάεν ήτουν ένας βοσκός τζιαί πά να ξιμαντίσει...
την χάλασσαν που τ' άρμενα εφτά εντυσέν την
τον ουρανόν που τα σπαθκιά εφτά έντυσεν τον.
τζιαί μιάν Αγίαν Τζιρκατζήν καχολικήν ημέραν
την Τζύπρον εν που πιάασιν με την πολλήν φοέραν.
Ενέησαν της Άκαχκιούς τζιαί εβκέησαν το Χτήμαν
τζείνοι επολεμίσασιν δκυό γρόνους τζιαί έναν μήναν.
Κοπέλια δώδεκα γονών έπερνεν τα το γέμαν
εμείναν οι γενέτζιες τους με τα γρυσά τσιανέλια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου