Σχετικά με το blog.
Το περιεχόμενο του ιστολογίου αυτού είναι δημιούργημα του ελληνικού κυπριακού λαού δια μέσου των αιώνων και παρουσιάζει με εκφραστικών τρόπον τον ατελείωτων κόσμο της ελληνικής ψυχής σε στιγμές χαράς ή πόνου, ευσέβειας ή θανάτου, στιγμές ζωής ή νοσταλγίας.
Στο παρόν ιστολόγιο θα βρείτε ήθη και έθιμα της Κύπρου, θα μπορείτε να μελετήσετε την κυπριακή γλώσσα και το περιεχόμενον της όπως κληροδοτήθηκε σε μας από τους προγόνους μας, μέσα από πληθώρα λαϊκών ποιημάτων, τσιατιστών, μοιρολόγια, λογοπαίγνια,τοπωνύμια και παραδόσεις, παροιμίες,αινίγματα και τόσα άλλα τα οποία θα σας μαγέψουν και θα σας ταξιδέψουν πίσω στα χρόνια των βασιλιάδων, των ακρίτων, των δράκων και των θαυμάτων.
Θυμηθείτε λοιπών την χαμένη μας κληρονομιά και προσπαθήστε και εσείς με την σειρά σας να μεταδώσετε στις επόμενες γενιές τον μεγαλύτερο θησαυρό απ' όλους .......ΤΗΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ!!!
Τρίτη 12 Μαρτίου 2013
Φωνή Ποιητάρικη - Η λυερή τζ΄ ο χαρος
τζ’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.
Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω
τζ’ ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω.
Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν
τζ’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ’ έκαμνεν τα σερβόλιν.
Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει:
Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη.
Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην
που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν.
Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει
στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζαι πρίχου να νυκτώσει.
Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω
την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω.
Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω
τζαι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.
Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω
η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της
τζ’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της:
Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει
βάρτου την μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.
Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη
τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση.
Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει
λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη,
στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεββάτιν να τζοιμάται,
η λυερή που σούφερα τζ’ εμέναν ν’ αττυμάται.
Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις
μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις.
Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι,
να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου