Σχετικά με το blog.

Το περιεχόμενο του ιστολογίου αυτού είναι δημιούργημα του ελληνικού κυπριακού λαού δια μέσου των αιώνων και παρουσιάζει με εκφραστικών τρόπον τον ατελείωτων κόσμο της ελληνικής ψυχής σε στιγμές χαράς ή πόνου, ευσέβειας ή θανάτου, στιγμές ζωής ή νοσταλγίας.

Στο παρόν ιστολόγιο θα βρείτε ήθη και έθιμα της Κύπρου, θα μπορείτε να μελετήσετε την κυπριακή γλώσσα και το περιεχόμενον της όπως κληροδοτήθηκε σε μας από τους προγόνους μας, μέσα από πληθώρα λαϊκών ποιημάτων, τσιατιστών, μοιρολόγια, λογοπαίγνια,τοπωνύμια και παραδόσεις, παροιμίες,αινίγματα και τόσα άλλα τα οποία θα σας μαγέψουν και θα σας ταξιδέψουν πίσω στα χρόνια των βασιλιάδων, των ακρίτων, των δράκων και των θαυμάτων.

Θυμηθείτε λοιπών την χαμένη μας κληρονομιά και προσπαθήστε και εσείς με την σειρά σας να μεταδώσετε στις επόμενες γενιές τον μεγαλύτερο θησαυρό απ' όλους .......ΤΗΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ!!!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Τέσσερα τζιαι τεσσέρα

Τέσσερα τζιαι τεσσέρα
κάμνουσιν οχτώ
Τέσσερα παλληκάρκα
πασίν στον πολεμό

Στο δρόμον που πηαίννασιν,
επεινάνασιν
Εκάτσασιν να φάσιν
μα εδιψάσασιν

Γυρεύκουν να βρουν βρύση
απάνω στο βουνόν
Τζι ήβρασιν έναν λάκκον
των εκατόν ορκών

Ερίξαν το λαχνίν τους
ποιος εννα κατεβεί
Τζιαι έππεσεν η μοίρα
πας το μιτσίν παιδίν

Δήστε με αδέρφκια μου
τζι εγιώ εννα κατεβώ
Μες το ερημολάτσιην
να φκάλω το νερόν

Τζιαι τότες τα αδέρφκια του
τον σφιχτοδέσασιν
Μες το ερημολάτσιην
τον κατεβάσασιν

Εφκάρτε με αδέρφκια μου
γιατί είδα το νερόν
Εν κότσιηνον τζιαι μαύρον
μα τζιαι φαρματζιερόν

Ώστι να τον τραβήσουσιν
τζιαι να τον φκάλουσιν
Οι όφεις τζιαι τα φίθκια
τον μισοφάασιν

Να πείτε της μανούλλας μου
στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσίν
εθ θα τον ξαναδεί

AΝΤΡΟΝΙΚΗ

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς
Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ
Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά
τσι αρκίνησεν να παίζει μ' έναν παλλήκαραν 

Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν 
Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ
Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ

Βαγγέλης σαν τ' ακούει πολλά θημώθηκεν 
πιάννει τσε 'ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου 
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του 
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του 

Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της 
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Παπάδες τζιαί πνευματιτζοί, δασκάλοι, οιγουμένοι
ελάτε να αγροικήσετε μιαν λύπην τερτιασμένην.
Ν' ακούσετε τα θάυματα του Αγίου Γεωργίου
που έρκετε η μέρα του κοστρείς του απριλίου.
Δράκοντας εκατοίκησε εδώ μακρά στο πλάτος
τζιαί δεφ φήνει ψουμίν νερόν στη χώρα για να πάει.
Ούλοι ετάξαν του λοιπόν ποναν παιδί να φάει.
Αλλοι είχαν έξι τζιαί οχτώ τζιαί πέψαν του ούλλοι πόναν
τζι 'ρτεν γυρίν τ΄αφέντη μας του μέγα βασιλέα.
Πόσσω του τζιαί πόξω του μιαν κόρη που τη είσχεν
τζ' είσχεν να την παντρέψει,
θέλοντας τζιαί μή θέλοντας του δράκου να την πέψει.
Εξέβηκεν η μάνα της για να την πολογιάσει
Που σουν τείων γρονών τζιαί πάενες τεσσάρων
νίεν σε πέψω κόρη μου κανίσχιειν είς  το χάρον,
παρά τζιαί πέμπω σε τορά κανίσχιειν είς το Δράκον.
Μεν κλαίεις μάνα μεν κλαίεις ετσ΄ ήταν το γραφτό μου
μεσ' την τζιλιά του Δράκοντα να κάμω το χαφκιόν μου.
Πιάνει τζίνο το στρατιν τζίνο το μονοπάτι
το μονοπάτιν φκάλει την σου δράκου το πηγάδι.
Έτσι σαν το εσκ'εφτετουν σαν το εσυλλοάτουν
υρέθηκεν ο Άγιος στα αππάριν καβαλάρης,
που του η σέλλα του γρουσί τζιαί με το χαλινάριν.
Τζιαί γειά σου - γειά σου λυγερι, είντα μπουν η γουλειά σου
στου δράκου το πηγάδι;

Δράκοντας εκατοίκησε εδώ μακρά στο πλάτος
τζιαί δεφ φήνει ψουμίν νερόν στη χώρα για να πάει.

τζι 'ρτεν γυρίν τ΄αφέντη μου του μέγα βασιλέα.
Πόσσω του τζιαί πόξω του μιαν κόρη που τη είσχεν
τζ' είσχεν να την παντρέψει.
Ρέξε να φής αφέντη μου τζιαί εν κρίμαν ο αυτός σου
είσ την τζοιλιάν του δράκοντα να ένει το χαφκιόν σου.
Τράβα το κόρη τράβα το τ' αππάριν να ποδρώση
τζι άνταν να δείς το δράκοντα εμένα κάμε γνώση.
   Έπεσεν ο Άγιος τζιαί ποτζοιμήχηκεν
   Νάσου τζιαί ο δράκοντας τζι ανέφανεν.
Κάλως μου ρτεν το μπούκομα κάλως μου ρτεν το γιόμαν,
τζ' ιτσάς κατα τα λιοβούττηματα  τρώω τζιαί τ΄ αλογων τους.
Σαν το χωρεί τζιαί νέφανεν εφώναξεν τ' Αγίου.
Σήκω να πάς Αφέντη μου τζι εν κρίμαν ο αυτός σου
είσ την τζοιλιάν του δράκοντα να ένει το χαφκιόν σου.
Μπύκομαν τρώεις χαντζιαρκάν το μεσομέριν ίην
τζ' ιτσά τα λιοβουττήματα καμνο σε μάυρον φίδιν.
Μίαχ χανζαρκά του έδωκεν τζ' η χώρα πήεν τζ' ήρτεν
τζιαί το σκαμνίν του βασιλιά εσούστην τζιαί λυγίστην.
  Τράβα τον κόρη τράβα τον να πάμεν με την ώραν
  Μα γιώ τουτον φοούμε τον γιατι είνε μάυρον σώμα.
  Τράβα τον κόρη τράβα τον να πάμεν με την ώραν
Όσον τζιαί κοντοφτάσασιν στη χώρα τους να μπούσιν
μιαν μουγκαρκάν εν πόβαλε τζ΄η χώρα αναυρίστην.
Στραβοί  ΄τουν αμπλέψασιν κουτσοί τζιαί περπατούσαν
γέροντες εκατών γρονών ισιώσαν τζιαί εβουρούσαν.
Ανέφανεν η μάνα της σιλλουροκοπημένη
τζιαί πάνω της εφένετουν λύπη ζωγραφισμένη.
Ανέφανεν ο τζίρης της σιλλουροκοπημένος
αχτένιστος τζ' αβρούλιστος ήταν ο κα'ι'μένος.
   Τέθκιο καλό ποιός το καμε παλληκαρκάν των σχίειλιων
να κάτσει μες τον τόπο μου να ρίζει το βασίλειον
πρέπει να του δουλέφκουμεν τζιαί νύχταν τζιαί ημέραν
εγιώ τζιαί η γενέκα μου τζι μιά μου θυγατέρα.
 Χάριν του το βασίλειον μου, χάριν του το παιδίν μου χάριν του τζι κορώνα μου που χω στην τζεφαλήν  μου.
  Θέλω να κτήσεις μίαν εκκλησχιάν του Μέγα Γεωργίου
που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλίου.
Αππέσσω κάμε την γρουσίν τζ' αππέξω γρουσταλλένην
τέλεια πουπάνω κάμε την τζιαί μαργαριταρένην.
Άν θέλει τζ' ανεμόμυλον κάμε της τιβάνιν,
τζιαί με τα αμάξια το τζερίν τζιαί με τα σχιά το λάδιν.
Τζιαί που την δεξιάν μου την μερκάν κάμε έναν καβαλλάριν
αρματωμένον με σπαθίν τζια΄με γρουσόν κοντάρι.
Τζιαί τζείνος που το έφκαλεν σαν ποιητής λοάται
τζείνου πρέπει μακάριση τζιαί μέναν το ωσπολλάτε.